- υφεκατόμετρο(ν)
- το сотая часть метра, сантиметр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφεκατόμετρο — το, Ν το ένα εκατοστό τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκατόμετρο] … Dictionary of Greek